bn:00054231n
Noun Concept
EL
μελανισμός  melanism  melanistic  μελάνωση
EL
Η παραγωγή και συσσώρευση μελανίνης σε ορισμένα σημεία της επιδερμίδας ή και στο σύνολό της ως αντίδραση προς το περιβάλλον, με αποτέλεσμα το δέρμα να αποκτά σκούρο, μαυρισμένο χρώμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η παραγωγή και συσσώρευση μελανίνης σε ορισμένα σημεία της επιδερμίδας ή και στο σύνολό της ως αντίδραση προς το περιβάλλον, με αποτέλεσμα το δέρμα να αποκτά σκούρο, μαυρισμένο χρώμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations