bn:00054301n
Noun Concept
EL
μνήμη, μνημονικό, θυμητικό  μνήμη
EL
Η ικανότητα του εγκεφάλου να διατηρεί γνώσεις, εντυπώσεις,γεγονότα ή παραστάσεις και να τις ανακαλεί, όταν θέλει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ικανότητα του εγκεφάλου να διατηρεί γνώσεις, εντυπώσεις,γεγονότα ή παραστάσεις και να τις ανακαλεί, όταν θέλει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations