bn:00054497n
Noun Concept
EL
δίχτυ  πλέγμα  βρόγχος  σύμπλεγμα  συρματόπλεγμα
EL
Πλέγμα από νήματα ή από σύρματα που διασταυρώνονται σε ορθή ή οξεία γωνία και που σχηματίζουν διάκενα, δηλαδή θηλιές σχετικά μεγάλου πλάτους, ανάλογα με τη χρήση του Greek Open Multilingual WordNet
English:
textile
Definitions
Relations
Sources
EL
Πλέγμα από νήματα ή από σύρματα που διασταυρώνονται σε ορθή ή οξεία γωνία και που σχηματίζουν διάκενα, δηλαδή θηλιές σχετικά μεγάλου πλάτους, ανάλογα με τη χρήση του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations