bn:00054598n
Noun Concept
Categories: Μετεωροειδείς
EL
μετεωροειδής  μετεωρίτης  μετεωροειδές  μετεωροειδείς  μετέωρο
EL
Κάθε μεσοπλανητικό αντικείμενο ή θραύσμα αντικειμένου από πετρώδες ή μεταλλικό υλικό, το οποίο πέφτει στην επιφάνεια πλανήτη ή δορυφόρου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε μεσοπλανητικό αντικείμενο ή θραύσμα αντικειμένου από πετρώδες ή μεταλλικό υλικό, το οποίο πέφτει στην επιφάνεια πλανήτη ή δορυφόρου Greek Open Multilingual WordNet
Οι μετεωροειδείς είναι μικρά σώματα, μικρότερα από αστεροειδείς, τα οποία κινούνται στο διάστημα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations