Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:00054972n
Noun Concept
Categories: Στρατιωτική οργάνωση
EL
αξιωματικός  αξιωματικός του στρατού  αξιωματικός του ναυτικού  υπαξιωματικοί
See more
EL
Βαθμοφόρος τακτικού ένοπλου σώματος (στρατού, αστυνομίας κ.λ.π.) που έχει κύρος και εξουσία Greek Open Multilingual WordNet
English:
military
rank
armed forces
army
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
Βαθμοφόρος τακτικού ένοπλου σώματος (στρατού, αστυνομίας κ.λ.π.) που έχει κύρος και εξουσία Greek Open Multilingual WordNet
Ο όρος αξιωματικός αναφέρεται στη σταδιοδρομία, κατηγορία ή επίπεδο, τα οποία διατηρούν οι στρατιωτικοί από τον βαθμό του υπολοχαγού ή ανθυπολοχαγού έως του στρατηγού, δηλαδή στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις, στις ένοπλες δυνάμεις ή τα σώματα ασφαλείας ενός έθνους. Wikipedia
Μέλος μιας ένοπλης δύναμης ή ένστολης υπηρεσίας που κατέχει ανώτερη θέση Wikidata