bn:00054972n
Noun Concept
Categories: Στρατιωτική οργάνωση
EL
αξιωματικός  αξιωματικός του στρατού  αξιωματικός του ναυτικού  υπαξιωματικοί
EL
Βαθμοφόρος τακτικού ένοπλου σώματος (στρατού, αστυνομίας κ.λ.π.) που έχει κύρος και εξουσία Greek Open Multilingual WordNet
English:
military
rank
armed forces
army
Definitions
Relations
Sources
EL
Βαθμοφόρος τακτικού ένοπλου σώματος (στρατού, αστυνομίας κ.λ.π.) που έχει κύρος και εξουσία Greek Open Multilingual WordNet
Ο όρος αξιωματικός αναφέρεται στη σταδιοδρομία, κατηγορία ή επίπεδο, τα οποία διατηρούν οι στρατιωτικοί από τον βαθμό του υπολοχαγού ή ανθυπολοχαγού έως του στρατηγού, δηλαδή στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις, στις ένοπλες δυνάμεις ή τα σώματα ασφαλείας ενός έθνους. Wikipedia
Μέλος μιας ένοπλης δύναμης ή ένστολης υπηρεσίας που κατέχει ανώτερη θέση Wikidata