bn:00055124n
Noun Concept
Categories: Ορυκτολογία, Φυσικά υλικά, Ορυκτά
EL
ορυκτό  ορυκτά
EL
Γενική ονομασία των φυσικών ουσιών, συνήθως στερεών και ανόργανων, που συγκροτούν το στερεό φλοιό της γης και ιδίως εκείνων που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον άνθρωπο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Γενική ονομασία των φυσικών ουσιών, συνήθως στερεών και ανόργανων, που συγκροτούν το στερεό φλοιό της γης και ιδίως εκείνων που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον άνθρωπο Greek Open Multilingual WordNet
Ορυκτό ονομάζεται κάθε χημικό στοιχείο ή ανόργανη ένωση φυσικής προέλευσης, που βρίσκεται στο έδαφος ή στο υπέδαφος ή στο νερό, αποτελώντας συστατικό των πετρωμάτων, από τα οποία αποτελείται ο στερεός φλοιός της Γης. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations