bn:00055177n
Noun Concept
EL
ανθρωπιστική βοήθεια  αρωγή  συμπαράσταση  βοήθεια  επικουρία
EL
Προσφορά βοήθειας σε κάποιον σε δύσκολες στιγμές Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources