bn:00055700n
Noun Concept
Categories: Χρώμα, Χρώματα
EL
μονοχρωμία  μονοχρωματικό  μονοχρωματικό φως  μονόχρωμη
EL
Μια μονοχρωμία αποτελείται από ένα χρώμα. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources