bn:00056016n
Noun Concept
EL
ωάριο  μητρικό κύτταρο
EL
(βιολ.) το γεννητικό κύτταρο που αναπτύσσεται στον οργανισμό του θηλυκού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(βιολ.) το γεννητικό κύτταρο που αναπτύσσεται στον οργανισμό του θηλυκού Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations