bn:00056154n
Noun Concept
EL
κίνηση  ενέργει
EL
Η ενέργεια του αποφασίζω να αντιδράσω με συγκεκριμένο τρόπο ή του κρίνω να κάνω κάτι σε κάποιο γεγονός Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του αποφασίζω να αντιδράσω με συγκεκριμένο τρόπο ή του κρίνω να κάνω κάτι σε κάποιο γεγονός Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations