bn:00056155n
Noun Concept
EL
μετεγκατάσταση  μετακόμιση  μετακίνηση
EL
Η ενέργεια του μετακομίζω, η αλλαγή τόπου διαμονής, κατοικίας ή εργασίας Greek Open Multilingual WordNet
English:
personal
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του μετακομίζω, η αλλαγή τόπου διαμονής, κατοικίας ή εργασίας Greek Open Multilingual WordNet
Διαδικασία αποχώρησης από μια σταθερή τοποθεσία και εγκατάστασης σε μια διαφορετική Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata Alias