bn:00056237n
Noun Concept
EL
ληστεία
EL
Επίθεση σε κάποιον με σκοπό την κλοπή, συνήθως σε ανοικτό χώρο Greek Open Multilingual WordNet
English:
crime
Definitions
Relations
Sources
EL
Επίθεση σε κάποιον με σκοπό την κλοπή, συνήθως σε ανοικτό χώρο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations