bn:00056557n
Noun Concept
EL
εμπροσθογεμές όπλο  muzzleloader  muzzleloading  ρύγχος-φόρτωσης  φόρτωσης ρύγχος
EL
Πυροβόλο όπλο παλαιού τύπου το οποίο το γέμιζαν από το στόμιό του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources