bn:00056607n
Noun Concept
EL
μυοκάρδιο
EL
(ανατομία) κοίλος γραμμωτός μυς που αποτελεί το βασικό τμήμα του εσωτερικού της καρδιάς και βρίσκεται ανάμεσα στο περικάρδιο και το ενδοκάρδιο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ανατομία) κοίλος γραμμωτός μυς που αποτελεί το βασικό τμήμα του εσωτερικού της καρδιάς και βρίσκεται ανάμεσα στο περικάρδιο και το ενδοκάρδιο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations