bn:00056728n
Noun Concept
Categories: Εργαλεία, Εκφράσεις
EL
καρφί  Πρόκα
EL
Λεπτό μεταλλικό και σπάνια ξύλινο στέλεχος με αιχμηρή τη μία άκρη του και πεπλατυσμένη την άλλη, που το χρησιμοποιούν για να στερεώσουν, να συνδέσουν ή να κρεμάσουν κάτι Greek Open Multilingual WordNet
English:
engineering
fastener
carpentry
Definitions
Relations
Sources
EL
Λεπτό μεταλλικό και σπάνια ξύλινο στέλεχος με αιχμηρή τη μία άκρη του και πεπλατυσμένη την άλλη, που το χρησιμοποιούν για να στερεώσουν, να συνδέσουν ή να κρεμάσουν κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Το καρφί είναι ένα λεπτό και σκληρό αντικείμενο για τη μόνιμη συναρμολόγηση. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
Wikipedia Translations