bn:00056748n
Noun Concept
Categories: Λήμματα που περιέχουν κείμενο σε ξένη γλώσσα
EL
γύμνια  γυμνό  γυμνότητα  πλήρη μετωπική γυμνότητα
EL
Το να είναι κάποιος χωρίς ρούχα ή κάποιο κάλυμμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να είναι κάποιος χωρίς ρούχα ή κάποιο κάλυμμα Greek Open Multilingual WordNet
Γύμνια ή γυμνότητα είναι η κατάσταση στην οποία ένας άνθρωπος δεν φοράει ρούχα ή, συγκεκριμένα, δεν καλύπτει τα γεννητικά όργανα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
WordNet Translations