bn:00057344n
Noun Concept
EL
νεύρο  νεύρωση
EL
Δέσμη ινών που προσδίδουν σκληρότητα και υποστηρίζουν τα πτερύγια των εντόμων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Δέσμη ινών που προσδίδουν σκληρότητα και υποστηρίζουν τα πτερύγια των εντόμων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet