bn:00057436n
Noun Concept
EL
ουδέτερος  ουδέτερο
EL
Όνομα ουδέτερου γένους, που στην ονομαστική του ενικού παίρνει το άρθρο το Greek Open Multilingual WordNet
English:
grammar
Definitions
Relations
Sources
EL
Όνομα ουδέτερου γένους, που στην ονομαστική του ενικού παίρνει το άρθρο το Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations