Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:00058188n
Noun Concept
Categories: Μέρη του λόγου, Συντακτικό, Γραμματική
EL
ουσιαστικό  ουσιαστικόν  ουσιαστικά  αφηρημένο ουσιαστικό
See more
EL
Το κάθε όνομα που ανήκει σε μέρος του λόγου, το οποίο δηλώνει πρόσωπο ,ζώο, πράγμα ή αφηρημένη έννοια στην Ελληνική έχει δικό του γένος, συνήθως κλίνεται και στην πρόταση μπορεί να συνοδεύεται από άρθρο Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
γραμματική
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
Το κάθε όνομα που ανήκει σε μέρος του λόγου, το οποίο δηλώνει πρόσωπο ,ζώο, πράγμα ή αφηρημένη έννοια στην Ελληνική έχει δικό του γένος, συνήθως κλίνεται και στην πρόταση μπορεί να συνοδεύεται από άρθρο Greek Open Multilingual WordNet
Ουσιαστικό είναι ένα από τα κλιτά μέρη του λόγου που φανερώνει πρόσωπο, ζώο, πράγμα, ενέργεια, κατάσταση ή ιδιότητα. Wikipedia