bn:00058281n
Noun Concept
EL
ακύρωση  κατάργηση
EL
Το να παύει κάτι να ισχύει, η άρση της ισχύος, η ακύρωση κάποιου πράγματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να παύει κάτι να ισχύει, η άρση της ισχύος, η ακύρωση κάποιου πράγματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet