bn:00058325n
Noun Concept
EL
νοσοκόμα  νοσηλευτής  νοσοκόμος
EL
Αυτός που περιθάλπει και περιποιείται ασθενείς, που έχει ως αποτέλεσμα να νοσηλεύει αρρώστους ή αναξιοπαθούντες σε ειδικό ίδρυμα (νοσοκομείο) ή και στο σπίτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αυτός που περιθάλπει και περιποιείται ασθενείς, που έχει ως αποτέλεσμα να νοσηλεύει αρρώστους ή αναξιοπαθούντες σε ειδικό ίδρυμα (νοσοκομείο) ή και στο σπίτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
Wikipedia Translations