bn:00058399n
Noun Concept
Categories: Δέντρα, Φηγοειδή
EL
βελανιδιά  βαλανιδιά  δρυς  οξιά  Quercus
EL
Δέντρο συνήθως μεγάλο που φυτρώνει κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο και που το σκληρό του ξύλο χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, στη ναυπηγική και γενικότερα σε ξυλοκατασκευές Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Δέντρο συνήθως μεγάλο που φυτρώνει κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο και που το σκληρό του ξύλο χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, στη ναυπηγική και γενικότερα σε ξυλοκατασκευές Greek Open Multilingual WordNet
Για άλλα λήμματα με το ίδιο όνομα, δείτε: Βελανιδιά Η βελανιδιά ή βαλανιδιά Wikipedia
Το δένδρο Wikipedia Disambiguation
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations