bn:00058443n
Noun Concept
Categories: Συντακτικό, Γραμματική
EL
αντικείμενο
EL
(γραμματική) συστατικό πρότασης στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
γραμματική
Definitions
Relations
Sources
EL
(γραμματική) συστατικό πρότασης στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια Greek Open Multilingual WordNet
Στη γλωσσολογία, αντικείμενο είναι όρος της πρότασης που δηλώνει το πρόσωπο, αντικείμενο κλπ που μεταβαίνει η ενέργεια του υποκειμένου. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations