bn:00058520n
Noun Concept
EL
κωλυσιεργία  παρακώλυση  παρεμπόδιση  κωλυσιεργεία
EL
Η συστηματική και σκόπιμη παρεμβολή κωλυμάτων, εμποδίων στην εκτέλεση ενός έργου, στη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης ή στην εξέλιξη μιας διαδικασίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η συστηματική και σκόπιμη παρεμβολή κωλυμάτων, εμποδίων στην εκτέλεση ενός έργου, στη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης ή στην εξέλιξη μιας διαδικασίας Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations