bn:00058731n
Noun Concept
Categories: Όργανα μέτρησης
EL
ωμόμετρο
EL
(τεχν.) όργανο για τη μέτρηση της αντίστασης ηλεκτρικού αγωγού σε ωμ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(τεχν.) όργανο για τη μέτρηση της αντίστασης ηλεκτρικού αγωγού σε ωμ Greek Open Multilingual WordNet
Το Ωμόμετρο Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations