bn:00058862n
Noun Concept
EL
ωλέκρανο  διαδικασία ωλέκρανο  ωλεκρανική  ωλεκρανική διαδικασία
EL
(ανατoμία) το επάνω άκρο της ωλένης που σχηματίζει το πίσω μέρος της άρθρωσης του αγκώνα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ανατoμία) το επάνω άκρο της ωλένης που σχηματίζει το πίσω μέρος της άρθρωσης του αγκώνα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet