bn:00059164n
Noun Concept
EL
οφθαλμοσκόπιο
EL
Η ειδική συσκευή που χρησιμοποιείται κατά την οφθαλμοσκόπηση και αποτελείται από κοίλο κάτοπτρο, το οποίο διοχετεύει το φως λυχνίας στον βυθό του οφθαλμού του εξεταζομένου και φέρει στο κέντρο του οπή, για να παρατηρεί μέσα από αυτήν ο εξεταστής ιατρός Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ειδική συσκευή που χρησιμοποιείται κατά την οφθαλμοσκόπηση και αποτελείται από κοίλο κάτοπτρο, το οποίο διοχετεύει το φως λυχνίας στον βυθό του οφθαλμού του εξεταζομένου και φέρει στο κέντρο του οπή, για να παρατηρεί μέσα από αυτήν ο εξεταστής ιατρός Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations