bn:00059205n
Noun Concept
EL
ευκτική  ευκτική έγκλιση  ευκτικός
EL
Στην αρχαία ελληνική γραμματική, η έγκλιση που εκφράζει αυτό που σημαίνει το ρήμα, ως ευχή εκείνου που μιλάει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Στην αρχαία ελληνική γραμματική, η έγκλιση που εκφράζει αυτό που σημαίνει το ρήμα, ως ευχή εκείνου που μιλάει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations