bn:00059303n
Noun Concept
EL
εντολή  διαταγή
EL
(γενικά) η διαταγή ή παραγγελία με επιτακτικό χαρακτήρα, η οποία δίνεται από προϊστάμενο ή υφιστάμενο για την εκτέλεση συγκεκριμένης πράξης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(γενικά) η διαταγή ή παραγγελία με επιτακτικό χαρακτήρα, η οποία δίνεται από προϊστάμενο ή υφιστάμενο για την εκτέλεση συγκεκριμένης πράξης Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations