bn:00059468n
Noun Concept
EL
εκκλησιαστικό  σειρά αυλών εκκλησιαστικού οργάνου  εκκλησιαστικό όργανο  σωληνώσεις
EL
Οι διαφορετικού μήκους σωλήνες, ενός εκκλησιαστικού οργάνου, μέσα από τους οποίους περνάει πεπιεσμένος αέρας και παράγεται ήχος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Οι διαφορετικού μήκους σωλήνες, ενός εκκλησιαστικού οργάνου, μέσα από τους οποίους περνάει πεπιεσμένος αέρας και παράγεται ήχος Greek Open Multilingual WordNet