Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:00059631n
Noun Concept
Categories: Φαινόμενα, Κινηματικές ιδιότητες, Ταλάντωση
EL
ταλάντωση  δόνηση  Φθινουσα ταλαντωση  δονήσεις  δόνησης
See more
EL
(φυσική) η κίνηση ενός σώματος που επανέρχεται σε ίσους χρόνους, στις ίδιες θέσεις, με τις ίδιες ταχύτητες και επιταχύνσεις Greek Open Multilingual WordNet
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
(φυσική) η κίνηση ενός σώματος που επανέρχεται σε ίσους χρόνους, στις ίδιες θέσεις, με τις ίδιες ταχύτητες και επιταχύνσεις Greek Open Multilingual WordNet
Στη Φυσική με τον όρο ταλάντωση χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε περιοδική κίνηση ενός σώματος η οποία γίνεται παλινδρομικά γύρω από μία θέση που ονομάζεται θέση ισορροπίας. Wikipedia