bn:00059631n
Noun Concept
Categories: Κινηματικές ιδιότητες, Ταλάντωση, Φαινόμενα
EL
ταλάντωση  δόνηση  Φθινουσα ταλαντωση  δονήσεις  δόνησης
EL
(φυσική) η κίνηση ενός σώματος που επανέρχεται σε ίσους χρόνους, στις ίδιες θέσεις, με τις ίδιες ταχύτητες και επιταχύνσεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(φυσική) η κίνηση ενός σώματος που επανέρχεται σε ίσους χρόνους, στις ίδιες θέσεις, με τις ίδιες ταχύτητες και επιταχύνσεις Greek Open Multilingual WordNet
Στη Φυσική με τον όρο ταλάντωση χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε περιοδική κίνηση ενός σώματος η οποία γίνεται παλινδρομικά γύρω από μία θέση που ονομάζεται θέση ισορροπίας. Wikipedia