bn:00059770n
Noun Concept
EL
πανωφόρι  outerwear  overclothes  ενδύματα
EL
Γενική ονομασία μακριού ρούχου, συνήθως με μανίκια, το οποίο φοριέται πάνω από όλα τα άλλα για προφύλαξη από το κρύο ή τη βροχή και συνήθως κουμπώνει μπροστά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Γενική ονομασία μακριού ρούχου, συνήθως με μανίκια, το οποίο φοριέται πάνω από όλα τα άλλα για προφύλαξη από το κρύο ή τη βροχή και συνήθως κουμπώνει μπροστά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations