bn:00059908n
Noun Concept
EL
επίβλεψη  επιστασία  εποπτεία  επιτήρηση
EL
Η παρακολούθηση ενός ατόμου ή μιας ομάδας για τη σωστή εκτέλεση του έργου που έχουν αναλάβει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η παρακολούθηση ενός ατόμου ή μιας ομάδας για τη σωστή εκτέλεση του έργου που έχουν αναλάβει Greek Open Multilingual WordNet