bn:00060133n
Noun Concept
EL
ποδάρι  πόδι
EL
(για ζώα) καθένα από τα τέσσερα άκρα, με τα οποία στηρίζονται στο έδαφος και περπατούν Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(για ζώα) καθένα από τα τέσσερα άκρα, με τα οποία στηρίζονται στο έδαφος και περπατούν Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet