bn:00060181n
Noun Concept
EL
πόνος  πόνο
EL
Μεγάλη δυστυχία, ταλαιπωρία, βάσανο, μεγάλη στενοχώρια, συναίσθημα που οι άνθρωποι προσπαθούν να αποφύγουν Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεγάλη δυστυχία, ταλαιπωρία, βάσανο, μεγάλη στενοχώρια, συναίσθημα που οι άνθρωποι προσπαθούν να αποφύγουν Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations