bn:00060193n
Noun Concept
Categories: Εργαλεία καθαρισμού, Εργαλεία
EL
πινέλο  βούρτσα για βάψιμο  χρωστήρας  πίνελο
EL
Βούρτσα που χρησιμοποιείται για βάψιμο Greek Open Multilingual WordNet
English:
tool
Definitions
Relations
Sources
EL
Βούρτσα που χρησιμοποιείται για βάψιμο Greek Open Multilingual WordNet
Το πινέλο είναι ένας θύσανος από τρίχες, προσαρμοσμένος στο άκρο μιας ξύλινης ή πλαστικής λαβής, που χρησιμοποιείται κυρίως για το άπλωμα χρώματος πάνω σε μια επιφάνεια. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations