bn:00060359n
Noun Concept
EL
παγκρεατικός σωλήνας  παγκρεατικού αγωγού  παγκρεατικού πόρου
EL
Ο κύριος εκκριτικός πόρος του παγκρέατος,ο οποίος συνήθως ενώνεται με τον χοληδόχο πόρο, πριν εκβάλλει στο δωδεκαδάκτυλο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο κύριος εκκριτικός πόρος του παγκρέατος,ο οποίος συνήθως ενώνεται με τον χοληδόχο πόρο, πριν εκβάλλει στο δωδεκαδάκτυλο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations