bn:00060447n
Noun Concept
Categories: Κάλτσες, Εσώρουχα
EL
καλσόν  καλτσόν
EL
Γυναικείο μονοκόμματο, λεπτό και εφαρμοστό κάλυμμα των ποδιών και της λεκάνης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Γυναικείο μονοκόμματο, λεπτό και εφαρμοστό κάλυμμα των ποδιών και της λεκάνης Greek Open Multilingual WordNet
Το καλσόν είναι γυναικείο καλλωπιστικό εσώρουχο. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations