bn:00060538n
Noun Concept
EL
παρέλαση  παρελάσεις
EL
Τελετουργική διαδικασία κατά την οποία άνθρωποι βαδίζουν σε οργανωμένους σχηματισμούς συνήθως μπροστά από επίσημα πρόσωπα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Τελετουργική διαδικασία κατά την οποία άνθρωποι βαδίζουν σε οργανωμένους σχηματισμούς συνήθως μπροστά από επίσημα πρόσωπα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Translations