bn:00060543n
Noun Concept
EL
παράδειγμα  κατηγορία υποκατάστασης
EL
(γλωσ.) το σύνολο γλωσσικών στοιχείων που επιτελούν συναφή λειτουργία, συνδέονται μνημονικά με βάση ένα κοινό τους χαρακτηριστικό και μπορούν να εμφανίζονται το ενα αντί του άλλου σε συγκεκριμένη θέση της πρότασης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(γλωσ.) το σύνολο γλωσσικών στοιχείων που επιτελούν συναφή λειτουργία, συνδέονται μνημονικά με βάση ένα κοινό τους χαρακτηριστικό και μπορούν να εμφανίζονται το ενα αντί του άλλου σε συγκεκριμένη θέση της πρότασης Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet