bn:00060556n
Noun Concept
Categories: Γλωσσολογία
EL
παράγραφος  παράγραφο
EL
Τμήμα γραπτού κειμένου, που αποτελείται συνήθ. από περισσότερες της μίας περιόδους, διαθέτει νοηματική αυτοτέλεια και αλληλουχία σε σχέση με το υπόλοιπο κείμενο και έχει ως εξωτερικό γνώρισμα ότι ξεκινά από νέα αράδα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Τμήμα γραπτού κειμένου, που αποτελείται συνήθ. από περισσότερες της μίας περιόδους, διαθέτει νοηματική αυτοτέλεια και αλληλουχία σε σχέση με το υπόλοιπο κείμενο και έχει ως εξωτερικό γνώρισμα ότι ξεκινά από νέα αράδα Greek Open Multilingual WordNet
Η παράγραφος είναι η αυτόνομη μονάδα του γραπτού λόγου που ασχολείται με ένα θέμα. Wikipedia
Κομμάτι κειμένου με μία ή περισσότερες προτάσεις Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations