bn:00060690n
Noun Concept
Categories: Πάρκα, Αναψυχή
EL
πάρκο  δημόσιο πάρκο  δημόσια πάρκα  χώρο αναψυχής
EL
Μεγάλη περιοχή γης διατηρημένη στη φυσική της μορφή ως δημόσια περιουσία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources