Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:00060712n
Noun Concept
Categories: Πολιτεύματα, Δημοκρατία, Μοναρχία
EL
συνταγματική μοναρχία  μοναρχία  Βασιλευομένη Kοινοβουλευτική Δημοκρατία  Βασιλευομένη δημοκρατία  Βασιλευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία
See more
EL
Το πολίτευμα στο οποίο οι διατάξεις του συντάγματος θέτουν όρια στην άσκηση της εξουσίας από τον μονάρχη, η πολιτική παρουσία του οποίου μπορεί να είναι και συμβολική Greek Open Multilingual WordNet
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
Το πολίτευμα στο οποίο οι διατάξεις του συντάγματος θέτουν όρια στην άσκηση της εξουσίας από τον μονάρχη, η πολιτική παρουσία του οποίου μπορεί να είναι και συμβολική Greek Open Multilingual WordNet
Η Συνταγματική μοναρχία είναι μια μορφή πολιτεύματος που καθιερώνεται στο πλαίσιο ενός συνταγματικού συστήματος που αναγνωρίζει έναν εκλεγμένο ή κληρονομικό μονάρχη ως αρχηγό κράτους, σε αντιδιαστολή με μια απόλυτη μοναρχία, όπου ο μονάρχης διατηρεί την απόλυτη εξουσία. Wikipedia