bn:00060837n
Noun Concept
EL
διάδικος  συμβαλλόμενος  κόμμα
EL
Ο καθένας από τους δύο αντιπάλους στο δικαστήριο Greek Open Multilingual WordNet
English:
law
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο καθένας από τους δύο αντιπάλους στο δικαστήριο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations