bn:00060844n
Noun Concept
EL
μέρος  συμβαλλόμενο μέρος στη δράση  συμβαλλόμενο μέρος στη συναλλαγή
EL
Οι πλευρές που συμμετέχουν σε διαπραγμάτευση, συμφωνία, σύμβαση ή δίκη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Οι πλευρές που συμμετέχουν σε διαπραγμάτευση, συμφωνία, σύμβαση ή δίκη Greek Open Multilingual WordNet