bn:00060885n
Noun Concept
EL
δίοδος  διάβαση  διέλευση  πέρασμα
EL
Δρόμος ή διάδρομος που οδηγεί από ένα σημείο σε άλλο πέρασμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Δρόμος ή διάδρομος που οδηγεί από ένα σημείο σε άλλο πέρασμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet