bn:00060894n
Noun Concept
Categories: Ταξίδι
EL
επιβάτης  αργόμισθος  επιβάτες  επιβατών
EL
Άτομο που ταξιδεύει σε ένα όχημα (πλοίο, λεωφορείο, αεροπλάνο, τρένο κ.λπ.) χωρίς να το οδηγεί ο ίδιος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Άτομο που ταξιδεύει σε ένα όχημα (πλοίο, λεωφορείο, αεροπλάνο, τρένο κ.λπ.) χωρίς να το οδηγεί ο ίδιος Greek Open Multilingual WordNet
Ως επιβάτης χαρακτηρίζεται ένα άτομο το οποίο ταξιδεύει με κάποιο όχημα, μη έχοντας ευθύνη για τις ενέργειες που απαιτούνται ώστε το όχημα αυτό να φτάσει στον προορισμό του. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations