bn:00061050n
Noun Concept
EL
πατρονάρισμα  συναλλαγή
EL
Η δουλειά, υπόθεση που δίνεται σε έναν εμπορικό οργανισμό από τους πελάτες της Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η δουλειά, υπόθεση που δίνεται σε έναν εμπορικό οργανισμό από τους πελάτες της Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet