bn:00061084n
Noun Concept
Categories: Πολεοδομία
EL
πεζοδρόμιο  πεζοδρόμια  πεζόδρομο
EL
Το υψηλότερο τμήμα ενός δρόμου, το αριστερό και δεξιό τμήμα κάθε αστικού δρόμου, το οποίο προορίζεται για τους πεζούς και είναι σε ένα υψηλότερο επίπεδο από το κεντρικό τμήμα όπου κινούνται τα τροχοφόρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το υψηλότερο τμήμα ενός δρόμου, το αριστερό και δεξιό τμήμα κάθε αστικού δρόμου, το οποίο προορίζεται για τους πεζούς και είναι σε ένα υψηλότερο επίπεδο από το κεντρικό τμήμα όπου κινούνται τα τροχοφόρα Greek Open Multilingual WordNet
Ως πεζοδρόμιο ορίζεται ο χώρος στις πόλεις που προορίζεται για να περπατάνε οι πεζοί. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations