bn:00061363n
Noun Concept
Categories: Ηπατοτοξίνες, Λακτάμες, Αντιβιοτικά
EL
πενικιλίνη  πενικιλλίνη  πενικιλλίνες
EL
Ονομασία αντιβιοτικών που παράγονται από ειδικούς μύκητες και χρησιμοποιούνται εναντίον της δράσης μικροβίων και βακτηρίων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ονομασία αντιβιοτικών που παράγονται από ειδικούς μύκητες και χρησιμοποιούνται εναντίον της δράσης μικροβίων και βακτηρίων Greek Open Multilingual WordNet
Η πενικιλλίνη, το πρώτο αντιβιοτικό που ανακαλύφθηκε, λαμβάνεται από καλλιέργειες ειδών ευρωτομυκήτων. Wikipedia
Ευρέως φάσματος αντιβιοτικό. Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations